Piecdesmit στα ελληνικά
Μετάφραση: piecdesmit, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενήντα, από πενήντα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pieaugšana στα ελληνικά - αυξάνω, αύξηση, επικάθηση, προσαύξησης, πρόσφυση, συσσώρευσης, πρόσφυσης
- piebūve στα ελληνικά - φτερό, τρίποδας ζωγράφου, δουλείας, δουλεία, δουλείες
- pieci στα ελληνικά - πέντε, από πέντε, τα πέντε, των πέντε
- piecpadsmit στα ελληνικά - δεκαπέντε, δέκα πέντε, από δεκαπέντε, των δεκαπέντε
Τυχαίες λέξεις
Piecdesmit στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενήντα, από πενήντα
Μεταφράσεις: πενήντα, από πενήντα