Λέξη: χοροστατώ
Μεταφράσεις: χοροστατώ
χοροστατώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
officiate, chorostato
χοροστατώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oficiar, chorostato
χοροστατώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amtieren, chorostato
χοροστατώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
célébrer, chorostato
χοροστατώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
celebrovat, chorostato
χοροστατώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przewodniczyć, odprawiać, urzędować, chorostato
χοροστατώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obavljati, služiti, chorostato
χοροστατώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
chorostato
χοροστατώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chorostato