Sacerējums στα ελληνικά
Μετάφραση: sacerējums, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω, εργασία, έκθεση, δοκίμιο, δοκίμια, πραγματεία, δοκιμίου, δοκίμιό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sacelšanās στα ελληνικά - επανάσταση, εξέγερση, εξέγερσης, εξέγερση του, ξεσηκωμό
- sacensība στα ελληνικά - συναγωνισμός, αντιπαράθεση, διαγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, ...
- sacīkstes στα ελληνικά - ταιριάζω, διαγωνισμός, αντιπαράθεση, συνταιριάζω, αγώνας, σπίρτο, συναγωνισμός, ...
- sadalīšana στα ελληνικά - μεραρχία, διαίρεση, διχασμός, διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, ...
Τυχαίες λέξεις
Sacerējums στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω, εργασία, έκθεση, δοκίμιο, δοκίμια, πραγματεία, δοκιμίου, δοκίμιό
Μεταφράσεις: εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω, εργασία, έκθεση, δοκίμιο, δοκίμια, πραγματεία, δοκιμίου, δοκίμιό