Saturēt στα ελληνικά

Μετάφραση: saturēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, περιέχω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Saturēt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • satraukums στα ελληνικά - θέρμη, πυρετός, ανησυχία, άγχος, άγχους, το άγχος, του άγχους
  • satriekt στα ελληνικά - σοκ, προπηλακίζω, συγκλονίζω, κραδασμός, προσβάλλω, προσβολή, κρούση, ...
  • satīra στα ελληνικά - σάτυρα, σάτιρα, σάτιρας, τη σάτιρα, η σάτιρα
  • sauciens στα ελληνικά - στριγκλίζω, στριγγλίζω, κατακραυγή, κλήση, τηλεφωνώ, αγανάκτηση, φωνάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Saturēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, περιέχω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει