Slēgt στα ελληνικά
Μετάφραση: slēgt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντά, αποπνιχτικός, κολλητός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- slēdzene στα ελληνικά - κλειδαριά, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε
- slēdzis στα ελληνικά - διακόπτης, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
- slēpe στα ελληνικά - σκι, του σκι, χιονοδρομικό, ski, κέντρο
- slēpošana στα ελληνικά - Σκι, το σκι, για σκι, Skiing, Σκί
Τυχαίες λέξεις
Slēgt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντά, αποπνιχτικός, κολλητός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: κοντά, αποπνιχτικός, κολλητός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής