Vājība στα ελληνικά

Μετάφραση: vājība, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελάττωμα, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Vājība στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vājprāts στα ελληνικά - τρέλα, παραφροσύνη, παραφροσύνης, τρέλας, την τρέλα
  • vājums στα ελληνικά - ατονία, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
  • vājš στα ελληνικά - αδύναμος, ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
  • vāks στα ελληνικά - σκέπασμα, καπάκι, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Τυχαίες λέξεις
Vājība στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελάττωμα, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία