Матка στα ελληνικά
Μετάφραση: матка, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μητέρα, μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- масло στα ελληνικά - βούτυρο, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
- матерыя στα ελληνικά - πράμα, νοιάζομαι, θέμα, ύλη, υπόθεση, ουσία, μητέρες, ...
- матыль στα ελληνικά - πεταλούδα, πεταλούδας, πεταλούδων, πεταλούδες
- машына στα ελληνικά - κούρσα, στήνω, άμαξα, αυτοκίνητο, βαγόνι, εξοπλίζω, μηχάνημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Матка στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μητέρα, μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Μεταφράσεις: μητέρα, μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα