Муж στα ελληνικά
Μετάφραση: муж, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύπος, συνάδελφος, άντρας, άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, παιδί, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- моцны στα ελληνικά - ρωμαλέος, εδραιώνω, γερός, ασφαλίζω, ουσιαστικός, αξιόλογος, δύσκολος, ...
- мочаны στα ελληνικά - νωπός, περιχύω, νοτισμένος, υγρός, βρεγμένος, τουρσί, παστωμένη, ...
- мука στα ελληνικά - αλεύρι, γεύμα, αλεύρων, άλευρα, αλεύρου, άλευρο
- муха στα ελληνικά - πετώ, μύγα, πετούν, πετάξει, εισητήριο, εισητήριο για
Τυχαίες λέξεις
Муж στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύπος, συνάδελφος, άντρας, άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, παιδί, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Μεταφράσεις: τύπος, συνάδελφος, άντρας, άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, παιδί, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός