Новы στα ελληνικά
Μετάφραση: новы, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφέτης, φρέσκος, ζωντανός, νέος, νωπός, καινούριος, δροσερός, ορεκτικό, νέα, νέο, νέων, νέες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- не στα ελληνικά - όχι, δεν, στάδιο, κανένας, πόδι, ΜΗΝ, ΔΕΝ, ...
- неба στα ελληνικά - ουρανός, ουρανό, ουρανού, του ουρανού
- ногаць στα ελληνικά - πρόκα, νύχι, καρφί, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
- нож στα ελληνικά - μαχαίρι, μαχαιριού, το μαχαίρι, μαχαιριών, λεπίδα
Τυχαίες λέξεις
Новы στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφέτης, φρέσκος, ζωντανός, νέος, νωπός, καινούριος, δροσερός, ορεκτικό, νέα, νέο, νέων, νέες
Μεταφράσεις: αφέτης, φρέσκος, ζωντανός, νέος, νωπός, καινούριος, δροσερός, ορεκτικό, νέα, νέο, νέων, νέες