Слухаць στα ελληνικά
Μετάφραση: слухаць, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- слабы στα ελληνικά - φίνος, αδύναμος, εύθραυστος, λεπτός, μαλθακός, αδύνατος, αδύναμη, ...
- слуп στα ελληνικά - πάσσαλος, παλούκι, ταχυδρομώ, δοκάρι, πόστο, θέση, ταχυδρομείο, ...
- смага στα ελληνικά - δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
- снасьць στα ελληνικά - όργανο, υλοποιώ, εργαλείο, snasts
Τυχαίες λέξεις
Слухаць στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε