Λέξη: σχεδόν
Σχετικές λέξεις: σχεδόν
σχεδόν άγιοι (εκδόσεις εν πλω), σχεδόν τίποτα. σχεδόν καλά. σχεδόν μαζί, σχεδόν αόρατοι, σχεδόν άγιοι, σχεδόν αθόρυβα, σχεδόν ποτέ, σχεδόν τα πάντα για τα χμ, σχεδόν διάσημοι, σχεδόν γymnh βγήκε η μενεγάκη, σχεδόν ποτέ επεισόδια
Συνώνυμα: σχεδόν
πλησίον, εγγύς, κάπως, κάπου, εκεί κοντά, εκεί πλησίο, πρακτικά, πρακτικώς, κατ' ουσίαν
Μεταφράσεις: σχεδόν
σχεδόν στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
virtually, practically, nearly, almost, near, just about
σχεδόν στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prácticamente, casi, casi el, casi la
σχεδόν στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigentliche, meist, fast, nahezu, ungefähr, beinahe, praktisch, schier, knapp
σχεδόν στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quasi, pratiquement, presque, vraiment, quasiment, près, près de
σχεδόν στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pressoché, quasi, praticamente, quasi il, circa
σχεδόν στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quase, praticamente, quase que
σχεδόν στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schier, zowat, bijkans, haast, welhaast, bijna, nagenoeg, vrijwel
σχεδόν στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
почти, приближенно, действительно, предположительно, приблизительно, практически, фактически, примерно, близко, практично, чуть, почти в, едва не
σχεδόν στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nesten, nærmest, omtrent, nær
σχεδόν στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nästan, närapå, nära, närmare, gott
σχεδόν στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
melkeinpä, kutakuinkin, miltei, lähimain, lähes, likipitäen, sananmukaisesti, melkein, kirjaimellisesti, käytännöllisesti, käytännössä, jokseenkin, liki
σχεδόν στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
næsten, nærmest, stort set, knap
σχεδόν στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skoro, prakticky, málem, takřka, téměř, skutečně, bezmála
σχεδόν στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieledwie, omal, rzeczywiście, faktycznie, niby, niejako, wirtualnie, niemal, ledwo, właściwie, prawie, nieomal, praktycznie, niemalże, blisko
σχεδόν στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
majdnem, csaknem, szinte, közel, mintegy
σχεδόν στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
neredeyse, hemen hemen, hemen, yaklaşık
σχεδόν στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
практичність, дійсний, віртуальна, приблизно, близько-близько, близько, майже, віртуальний, ефективний
σχεδόν στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
afro, pothuajse, thuajse, gati, pothuajse të, pothuaj
σχεδόν στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
практически, фактически, почти, замалко, замалко да, близо, едва
σχεδόν στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
амаль
σχεδόν στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äärepealt, tegelikult, virtuaalselt, praktiliselt, peaaegu, otstarbekalt, ligi, pea, ligikaudu, on peaaegu
σχεδόν στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pretežno, gotovo, praktički, stvarno, stvari, praktično, blizu, skoro, približno, je gotovo, umalo, gotovo u
σχεδόν στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nær, næstum, nærri, nánast, tæplega, næstum því
σχεδόν στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
paene, prope, fere
σχεδόν στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
faktiškai, beveik, vos, nedaug, kone
σχεδόν στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gandrīz, ir gandrīz, praktiski
σχεδόν στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
речиси, скоро, речиси и, малку
σχεδόν στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aproape, aproape de, aproape în, aproximativ, de aproape
σχεδόν στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
málem, skoraj, blízko, skorajda, je skoraj, kmalu, skoraj v
σχεδόν στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prakticky, blízko, doslova, asi, fakticky, málom, skoro, temer, takmer