Įsakas στα ελληνικά
Μετάφραση: įsakas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάγγελμα, διάταγμα, παραγγελία, εντολή, παραγγέλλω, θέσπισμα, θεσπίζω, προσταγή, διάταξη, διάταγμα για, διατάγματος για τις, διάταγμα για τις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- įrengimas στα ελληνικά - εξοπλισμός, εγκατάσταση, εγκατάστασης, την εγκατάσταση, τοποθέτηση, της εγκατάστασης
- įrodymas στα ελληνικά - πειστήριο, απόδειξη, αποδείξεις, μαρτυρία, στοιχεία, απόδειξης, αποδείξεως, ...
- įsakymas στα ελληνικά - υπαγόρευση, προστάζω, ορθογραφία, προσταγή, διατάζω, προσπάθεια, εντολή, ...
- įsilaužėlis στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
Τυχαίες λέξεις
Įsakas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάγγελμα, διάταγμα, παραγγελία, εντολή, παραγγέλλω, θέσπισμα, θεσπίζω, προσταγή, διάταξη, διάταγμα για, διατάγματος για τις, διάταγμα για τις
Μεταφράσεις: διάγγελμα, διάταγμα, παραγγελία, εντολή, παραγγέλλω, θέσπισμα, θεσπίζω, προσταγή, διάταξη, διάταγμα για, διατάγματος για τις, διάταγμα για τις