Λέξη: ευωδιά
Σχετικές λέξεις: ευωδιά
ευωδία χριστού, ευωδία ετυμολογία, άρρητη ευωδία
Συνώνυμα: ευωδιά
άρωμα, ευωδιά, ευοσμία, στυγερότης, στυγερότητα
Μεταφράσεις: ευωδιά
ευωδιά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scent, aroma, fragrance, smell, aroma of
ευωδιά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
husmear, aroma, perfumar, olfatear, fragancia, olor, el aroma, aroma de, aromas
ευωδιά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
duft, aroma, duftstoff, geruch, parfümieren, wittern, Aroma, Duft
ευωδιά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flairer, fumet, éventer, parfumer, sentir, odeur, arôme, embaumer, trace, senteur, piste, parfum, arômes, arome, l'arôme
ευωδιά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aroma, odore, puzzo, profumo, annusare, profumare, fiutare, aromi, l'aroma
ευωδιά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
odores, aroma, odor, cheiro, alimento aroma, aroma de, aromático, o aroma
ευωδιά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reuk, lucht, aroma, geur, parfum, odeur, ruiken, luchtje, het aroma
ευωδιά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
душить, обоняние, амбре, подушить, внять, чутьё, аромат, услышать, прослышать, духи, надушить, почуять, нюх, запах, нюхать, расчухать, ароматом, аромата
ευωδιά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lukt, parfymere, være, duft, aroma, duften, aromaen, lukten
ευωδιά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lukt, parfymera, parfym, vädra, doft, arom, vällukt, doften, aromen
ευωδιά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haju, vainu, vainuta, hajuaine, hajustaa, hajuaisti, katku, haistaa, tuoksu, vaistota, hajuvesi, aromi, aromia, aromin, aroma
ευωδιά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
duft, aroma, lugt, duften, aromaen
ευωδιά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyčenichat, čichat, voňavka, vonět, cítit, navonět, vůně, větřit, naparfémovat, pach, vycítit, parfém, ucítit, parfemovat, stopa, aroma, vůni, vůní
ευωδιά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwąchać, węszyć, zapach, wietrzyć, zwietrzyć, wyczuć, wąchać, woń, perfumy, zwęszyć, aromat, wywęszyć, trop, perfumować, aromatu, aromaty
ευωδιά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szaglás, kölni, aroma, aromájú, aromája, illat, aromáját
ευωδιά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koku, sezmek, aroma, aroması, kokusu, aromalı
ευωδιά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
почути, аромат, парфуми, нюх, запах, от, аромату
ευωδιά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
erë, aromë, aroma, erë të, aroma e
ευωδιά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мирис, зяпах, парфюмирам, аромат, аромата, арома, аромати, аромат на
ευωδιά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
водар, аромат, пах
ευωδιά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõhnaõli, lõhnastama, lõhn, aroom, aroomi, lõhna, aroomiga
ευωδιά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mirisa, njuh, nanjušiti, zadah, parfem, trag, aroma, miris, arome, aromu
ευωδιά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ilm, ilmur, lykt, lyktarefnl, lyktarefni
ευωδιά στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
odor
ευωδιά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aromatas, kvapas, aromato, aromatą, kvapo
ευωδιά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smarža, aromāts, smaka, aromātu, aromāta, smaržu
ευωδιά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
арома, аромата, мирис, мирисот, ароми
ευωδιά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aromă, aroma, miros, arome, aromei
ευωδιά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aroma, aromo, vonj, arome, vonja
ευωδιά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zápach, aróma, arómu, arómou, arómy, aroma