Λέξη: οργιά

Συνώνυμα: οργιά

όργια, βυθομετρώ

Μεταφράσεις: οργιά

οργιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fathom

οργιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
braza, brazas, fathom, braza de, brazas de profundidad

οργιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
faden, ergründen, klafter, Klafter, fathom, Faden

οργιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
comprendre, concevoir, sonder, saisir, brasse, voir, Fathom, brasses, toise, de Fathom

οργιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scandagliare, braccio, Fathom, di Fathom, Il fathom

οργιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
braça, Fathom, braças, sondar, O fathom

οργιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorgronden, vadem, peilen, Fathom, van Fathom

οργιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сажень, Fathom, морская сажень, морских саженей, Фатом

οργιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
favn, lodde, Fathom, favne, begriper

οργιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fathom, famn

οργιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syli, Fathom, mitata jnk syvyys, jstk perille, päästä jstk perille

οργιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Fathom, favn, Favne, fattelige

οργιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pochopit, sáh, sondovat, fathom, dopátrat se, měřit hloubku

οργιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgłębiać, zrozumieć, sążeń, gruntować, sondować, pojąć, rozumieć, fathom, Głębin

οργιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öl, Fathom, Mérce, ölnyi, mélységet mér

οργιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulaç, fathom, anlamak, iskandil, derinliğini ölçmek

οργιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сажень, сажнів

οργιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kuptoj, pash detar, mas thellësinë

οργιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проницателност, клафтер, разбирам, измервам дълбочина

οργιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сажань, сажанню

οργιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loodima, süld, sülla, fathom, sülda

οργιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hvat, dokučiti, mjeriti dubinu, fatom, proniknuti

οργιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
faðmur, Fathom

οργιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sieksnis, jūros sieksnis, Lotēt, Daryti pavyzdys loto, Fathom

οργιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lotēt, ass, peilēt, mērīt dziļumu, jūras ass

οργιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разбирам

οργιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adânci, braț, sonda, aprofunda, stânjen

οργιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
seženj, fathom, Hat

οργιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sák, siah, siahu, siaha
Τυχαίες λέξεις