Šukė στα ελληνικά

Μετάφραση: šukė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θραύσμα, κομματάκι, ρίγος, ανατριχίλα, το ρίγος, shiver, ανατριχιάζω
Šukė στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • šukuosena στα ελληνικά - κόμμωση, κούρεμα, περικοπή, περικοπής, κουρέματος, περικοπή αποτίμησης
  • šukuoti στα ελληνικά - χτένα, χτενίζω, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
  • šulinys στα ελληνικά - αναβλύζω, πηγάδι, καλά, λοιπόν, και, επίσης, καθώς, ...
  • šuo στα ελληνικά - σκύλος, σκυλί, σκύλο, σκύλου, το σκυλί
Τυχαίες λέξεις
Šukė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θραύσμα, κομματάκι, ρίγος, ανατριχίλα, το ρίγος, shiver, ανατριχιάζω