Abejonė στα ελληνικά
Μετάφραση: abejonė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αβεβαιότητα, αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abatas στα ελληνικά - ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
- abejojimas στα ελληνικά - αμφισβητώ, αμφιβάλλω, αμφιβολία, αναποφάσιστο, αναποφασιστικότητα, αναποφασιστικότητας, indecision, ...
- abejoti στα ελληνικά - αμφιβολία, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, ...
- abejotinas στα ελληνικά - αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, αμφισβητήσιμο, αμφίβολη
Τυχαίες λέξεις
Abejonė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αβεβαιότητα, αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Μεταφράσεις: αβεβαιότητα, αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση