Αμφιβάλλω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αμφιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abejonė, abejoti, abejojimas, abejonių, abejonės, abejo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιβάλλω
αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω προστακτική, αμφιβάλλω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμφιβάλλω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αμφίβολος στα λιθουανικά - abejotinas, iffy
- αμφίεση στα λιθουανικά - apdaras, drabužiai, drabužių, aprangos, Apparel, apranga
- αμφιβολία στα λιθουανικά - abejojimas, abejoti, abejonė, abejonių, abejonės, abejo
- αμφιθέατρο στα λιθουανικά - amfiteatras, amfiteatro, Amphitheater, amfiteatru
Τυχαίες λέξεις
Αμφιβάλλω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: abejonė, abejoti, abejojimas, abejonių, abejonės, abejo
Μεταφράσεις: abejonė, abejoti, abejojimas, abejonių, abejonės, abejo