Atšipęs στα ελληνικά

Μετάφραση: atšipęs, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοκόμματος, αμβλύς, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Atšipęs στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atėjimas στα ελληνικά - άφιξη, έλευση, εμφάνιση, ερχομό, έλευσης
  • atšaldyti στα ελληνικά - δροσερός, ψύχρα, chill, ψύξης, ψύξεως, χαλάρωσης
  • audeklas στα ελληνικά - ύφασμα, πανί, υφάσματος, υφάσματα, υφασμάτων
  • audinys στα ελληνικά - ύφασμα, ύλη, ιστός, πανί, υφάσματος, υφάσματα, υφασμάτων
Τυχαίες λέξεις
Atšipęs στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοκόμματος, αμβλύς, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα