Dėmė στα ελληνικά
Μετάφραση: dėmė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπυρί, μέρος, ρυπαίνω, ελάττωμα, αποστατώ, εντοπίζω, λεκιάζω, κηλίδα, μουτζούρα, μουτζουρώνω, λερώνω, αμαυρώνω, βούλα, σημείο, επιτόπιους, τόπου, επιτόπου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dėlė στα ελληνικά - βδέλλα, βδέλλας, άθεο, βδέλλες, leech
- dėmesys στα ελληνικά - σεβασμός, φροντίδα, προσοχή, σκέψη, την προσοχή, προσοχής, σημασία, ...
- dėsnis στα ελληνικά - νόμος, δικαίου, δίκαιο, νομοθεσία, νόμου
- dėstyti στα ελληνικά - διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Τυχαίες λέξεις
Dėmė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπυρί, μέρος, ρυπαίνω, ελάττωμα, αποστατώ, εντοπίζω, λεκιάζω, κηλίδα, μουτζούρα, μουτζουρώνω, λερώνω, αμαυρώνω, βούλα, σημείο, επιτόπιους, τόπου, επιτόπου
Μεταφράσεις: σπυρί, μέρος, ρυπαίνω, ελάττωμα, αποστατώ, εντοπίζω, λεκιάζω, κηλίδα, μουτζούρα, μουτζουρώνω, λερώνω, αμαυρώνω, βούλα, σημείο, επιτόπιους, τόπου, επιτόπου