Dar στα ελληνικά

Μετάφραση: dar, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακίνητος, γαλήνιος, ήρεμος, ακόμη, ακόμα, αλλά, έχει ακόμα, όμως
Dar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dantis στα ελληνικά - δόντι, δοντιών, δοντιού, των δοντιών, δόντια
  • dantistas στα ελληνικά - οδοντίατρος, οδοντίατρο, οδοντιάτρου, οδοντίατρό, τον οδοντίατρό
  • darbas στα ελληνικά - καθήκον, δουλειές, απόδοση, μόχθος, υπόθεση, δουλεύω, επάγγελμα, ...
  • darbdavys στα ελληνικά - εργοδότης, εργοδότη, τον εργοδότη, του εργοδότη, εργοδοτών
Τυχαίες λέξεις
Dar στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακίνητος, γαλήνιος, ήρεμος, ακόμη, ακόμα, αλλά, έχει ακόμα, όμως