Duoti στα ελληνικά

Μετάφραση: duoti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίνω, δίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Duoti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • duobė στα ελληνικά - κοιλότητα, λάκκος, τρύπα, ορυχείο, σκάμμα, λάκκο, pit, ...
  • duona στα ελληνικά - ψωμί, ψωμιού, το ψωμί, άρτου, του ψωμιού
  • durininkas στα ελληνικά - αχθοφόρος, θυρωρός, θυρωρό, θυρωρού, doorman, πορτιέρη
  • durklas στα ελληνικά - μαχαίρι, αυτοκόλλητο, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό
Τυχαίες λέξεις
Duoti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίνω, δίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να