Ekonomika στα ελληνικά

Μετάφραση: ekonomika, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομική, οικονομολογία, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Ekonomika στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekliptika στα ελληνικά - εκλειπτική, εκλειπτικής, ecliptic, εκλειπτικός, της εκλειπτικής
  • ekologija στα ελληνικά - οικολογία, οικολογίας, την οικολογία, της οικολογίας, η οικολογία
  • ekonomiškas στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
  • ekosistema στα ελληνικά - οικοσύστημα, οικοσυστήματος, οικοσυστημάτων, το οικοσύστημα, του οικοσυστήματος
Τυχαίες λέξεις
Ekonomika στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομική, οικονομολογία, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας