Giminė στα ελληνικά
Μετάφραση: giminė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γένος, οικογένεια, είδη, είδος, φύλο, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gilus στα ελληνικά - βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
- gimda στα ελληνικά - μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
- ginekologija στα ελληνικά - γυναικολογία, γυναικολογίας, της γυναικολογίας, Gynecology, τη γυναικολογία
- ginklas στα ελληνικά - μπράτσο, όπλο, χέρι, όπλου, όπλα, όπλων, το όπλο
Τυχαίες λέξεις
Giminė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γένος, οικογένεια, είδη, είδος, φύλο, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Μεταφράσεις: γένος, οικογένεια, είδη, είδος, φύλο, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας