Γένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: γένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
giminė, seksualumas, gentis, genties, rūšis, genčiai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γένος
γένος ετυμολογία, γένος βατράχων, γένος πιθήκων, γένος παπαγάλων, γένος ορισμός, γένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- γέννα στα λιθουανικά - kilmė, gimimas, gimdymas, gimimo, gimstamumo, gimdymo
- γέννηση στα λιθουανικά - kilmė, gimimas, gimdymas, gimimo, gimstamumo, gimdymo
- γέρικος στα λιθουανικά - senas, senyvas, gerikos
- γέρνω στα λιθουανικά - ginčas, nuolydis, posūkis, linkis, šlaitas, nuožulnumas, polemika, ...
Τυχαίες λέξεις
Γένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: giminė, seksualumas, gentis, genties, rūšis, genčiai
Μεταφράσεις: giminė, seksualumas, gentis, genties, rūšis, genčiai