Mokėti στα ελληνικά

Μετάφραση: mokėti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωρίζω, ξέρω, πληρωμή, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Mokėti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mokytojas στα ελληνικά - καθηγητής, δασκάλα, καθηγήτρια, δάσκαλος, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
  • mokytojauti στα ελληνικά - διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
  • molekulė στα ελληνικά - μόριο, μορίου, μόριο που, μόριο του, το μόριο
  • molis στα ελληνικά - άργιλος, πηλός, πηλό, αργίλου, άργιλο
Τυχαίες λέξεις
Mokėti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωρίζω, ξέρω, πληρωμή, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν