Nuosavybė στα ελληνικά
Μετάφραση: nuosavybė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήμα, υπάρχοντα, περιουσία, ακίνητο, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nuomonė στα ελληνικά - άποψη, γνώμη, σκεφτόμουν, πειθώ, νόμιζα, γνωμάτευση, σκέψη, ...
- nuopelnas στα ελληνικά - αξία, αξίας, προσόντα, πλεονέκτημα, προσόντων
- nuostaba στα ελληνικά - έκπληξη, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, έκπληξης, την έκπληξή
- nuostabus στα ελληνικά - απίθανος, ενδιαφερόμενος, θρασύδειλος, νταής, μεγάλος, οξυδερκής, φοβερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Nuosavybė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήμα, υπάρχοντα, περιουσία, ακίνητο, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Μεταφράσεις: κτήμα, υπάρχοντα, περιουσία, ακίνητο, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας