Subankrutavęs στα ελληνικά

Μετάφραση: subankrutavęs, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρεοκοπημένος, έσπασε, ξέσπασε, έσπασαν, έσπασε το, ξέσπασαν
Subankrutavęs στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stygius στα ελληνικά - υστέρημα, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ...
  • stūmoklis στα ελληνικά - έμβολο, πιστόνι, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων
  • subsidija στα ελληνικά - επιδότηση, επιχορήγηση, επιδότησης, επιδοτήσεων, επιχορήγησης
  • subtilus στα ελληνικά - ψιλή, μαλθακός, αίθριος, λεπτός, εύθραυστος, πρόστιμο, φίνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Subankrutavęs στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρεοκοπημένος, έσπασε, ξέσπασε, έσπασαν, έσπασε το, ξέσπασαν