Χρεοκοπημένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
subankrutavęs, bankrotas, bankroto, bankrutavęs, bankrotą, bankrutavę
Χρεοκοπημένος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος

χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, χρεοκοπημένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • χρίω στα λιθουανικά - užlieti, pasrūti, Pārplūdināt, Piltis ašaros, Pirmumą rumieńcem
  • χρειάζομαι στα λιθουανικά - reikėti, poreikis, reikia, turi, turite
  • χρηματιστής στα λιθουανικά - biržos makleris, Fondų biržos brokeris, Biržos brokeris, Biržos agentas, Biržos brokeriai
  • χρηματοδοτώ στα λιθουανικά - finansai, finansuoti, finansų, Finance, finansavimo
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: subankrutavęs, bankrotas, bankroto, bankrutavęs, bankrotą, bankrutavę