Tiesiogiai στα ελληνικά

Μετάφραση: tiesiogiai, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθύς, σκηνοθετώ, ίσιος, καθοδηγώ, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
Tiesiogiai στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tešmuo στα ελληνικά - τσάντα, μαστάρι, μαστός ζώου, μαστού, μαστό, μαστών, του μαστού
  • tiesa στα ελληνικά - αλήθεια, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια
  • tiesioginis στα ελληνικά - σκηνοθετώ, ίσιος, ευθύς, καθοδηγώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, ...
  • tiesus στα ελληνικά - ευθύς, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, ίσιος, ευθεία, ίσια, ευθείας, ...
Τυχαίες λέξεις
Tiesiogiai στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθύς, σκηνοθετώ, ίσιος, καθοδηγώ, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση