Καθοδηγώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθοδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vesti, vadovas, tiesiogiai, vadovauti, gidas, tiesus, skatinti, tiesioginis, vadovą, instrukciją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθοδηγώ
καθοδηγώ ετυμολογία, καθοδηγώ συνώνυμα, καθοδηγώ συνώνυμο, καθοδηγώ english, καθοδηγώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθοδηγώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθιστώ στα λιθουανικά - padaryti, teikti, tapti, teikia, taptų
- καθοδήγηση στα λιθουανικά - vadovavimas, gairės, rekomendacijos, gaires, orientavimo
- καθολικός στα λιθουανικά - katalikų, Katalikas, katalikiška, catholic, kataliko
- καθομιλούμενος στα λιθουανικά - žargonas, pokalbio, šnekamoji, Dialogo, šnekamosios, Konwersacyjny
Τυχαίες λέξεις
Καθοδηγώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vesti, vadovas, tiesiogiai, vadovauti, gidas, tiesus, skatinti, tiesioginis, vadovą, instrukciją
Μεταφράσεις: vesti, vadovas, tiesiogiai, vadovauti, gidas, tiesus, skatinti, tiesioginis, vadovą, instrukciją