Užlipti στα ελληνικά
Μετάφραση: užlipti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- užkariauti στα ελληνικά - κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
- užkariautojas στα ελληνικά - κατακτητής, κατακτητή, νικητής, πορθητής, του κατακτητή
- užmiršti στα ελληνικά - ξεχνώ, ξεχνάμε, ξεχάστε, ξεχνούν, ξεχάσετε, ξεχνάτε
- užmokestis στα ελληνικά - πληρώνω, αποδοχές, απολαβές, πληρωμή, μισθός, μισθοί, ημερομίσθια, ...
Τυχαίες λέξεις
Užlipti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που