Σκαρφαλώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: σκαρφαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užlipti, lipti, laipioti, kopimas, kopti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαρφαλώνω
σκαρφαλώνω συνώνυμα, ονειροκριτης σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω στα αγγλικά, σκαρφαλώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σκαρφαλώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σκαπάνη στα λιθουανικά - išpurenti, kauptukas, purenti, kultivatorius, kauplys
- σκαπανέας στα λιθουανικά - pionierius, Karo inžinierius, Saper, Miner, Sapieris
- σκαστός στα λιθουανικά - užsičiaupk, nutildyti, nutilk, priversti nutilti, aklinai uždaryti
- σκελετός στα λιθουανικά - griaučiai, rėmai, karkasas, skeletas, skeleto, skeleton
Τυχαίες λέξεις
Σκαρφαλώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užlipti, lipti, laipioti, kopimas, kopti
Μεταφράσεις: užlipti, lipti, laipioti, kopimas, kopti