År στα ελληνικά
Μετάφραση: år, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έτος, χρόνος, χρονιά, έτους, χρόνο, περίοδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- åpne στα ελληνικά - ανοιχτός, ανοίγω, ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
- åpning στα ελληνικά - στόμιο, οπή, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
- åre στα ελληνικά - κουπί, φλέβα, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
- århundre στα ελληνικά - εκατονταετηρίδα, αιώνας, αιώνα, αι
Τυχαίες λέξεις
År στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έτος, χρόνος, χρονιά, έτους, χρόνο, περίοδο
Μεταφράσεις: έτος, χρόνος, χρονιά, έτους, χρόνο, περίοδο