Atskilt στα ελληνικά
Μετάφραση: atskilt, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, χωριστός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atom στα ελληνικά - άτομο, πυρηνικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό
- atskillelse στα ελληνικά - χωρίστρα, διαχωρισμός, αποκόλληση, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
- atspredelse στα ελληνικά - αναψυχή, αναψυχής, ψυχαγωγία, ψυχαγωγίας, την αναψυχή
- attest στα ελληνικά - πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Atskilt στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, χωριστός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, χωριστός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί