Attest στα ελληνικά

Μετάφραση: attest, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Attest στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atskilt στα ελληνικά - ξεχωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, χωριστός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, ...
  • atspredelse στα ελληνικά - αναψυχή, αναψυχής, ψυχαγωγία, ψυχαγωγίας, την αναψυχή
  • attføring στα ελληνικά - αποκατάσταση, αποκατάστασης, την αποκατάσταση, της αποκατάστασης, επανένταξης
  • attributt στα ελληνικά - ακίνητο, περιουσία, ιδιότητα, σπίτι, κτήμα, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Attest στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό