Av στα ελληνικά

Μετάφραση: av, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζί, μακριά, για, με, του, από, της, των
Av στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autorisasjon στα ελληνικά - κύρος, εξουσία, αυθεντία, εξουσιοδότηση, Έγκριση, Άδεια, Η άδεια, ...
  • autorisere στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
  • avart στα ελληνικά - ποικιλία, απόγονος, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι
  • avbestille στα ελληνικά - ακυρώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Τυχαίες λέξεις
Av στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζί, μακριά, για, με, του, από, της, των