Avgift στα ελληνικά

Μετάφραση: avgift, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασμοί, τιμολόγιο, δασμολόγιο, κατηγορία, καθήκον, φροντίδα, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Avgift στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avfolke στα ελληνικά - ερημώνω, ερημώ, ερήμωσης και αποπληθυσμού της, μειώνω τον πληθυσμό, ερήμωσης και αποπληθυσμού
  • avgang στα ελληνικά - αναχώρηση, απόκλιση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
  • avgjøre στα ελληνικά - υπολογίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, ...
  • avgjørende στα ελληνικά - καθοριστικός, αποφασιστικός, κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο
Τυχαίες λέξεις
Avgift στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασμοί, τιμολόγιο, δασμολόγιο, κατηγορία, καθήκον, φροντίδα, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει