Καθήκον στα νορβηγικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppgave, tariff, avgift, plikt, toll, arbeid, forpliktelse, oppgaven, oppgaver
Καθήκον στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας νορβηγικά, καθήκον στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα νορβηγικά - renholdstjeneste, rengjøring, renhold, lokale, rengjørings
  • καθέλκυση στα νορβηγικά - utsetting, lansering, lanseringen, utsettings, lansere
  • καθίζω στα νορβηγικά - sitteplass, plass, sitte, sitter, å sitte, lene, sette
  • καθαγιάζω στα νορβηγικά - Hallow, innvie, helliget, dødsrelikvien
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: oppgave, tariff, avgift, plikt, toll, arbeid, forpliktelse, oppgaven, oppgaver