Avgjørende στα ελληνικά
Μετάφραση: avgjørende, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοριστικός, αποφασιστικός, κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avgift στα ελληνικά - δασμοί, τιμολόγιο, δασμολόγιο, κατηγορία, καθήκον, φροντίδα, χρέωση, ...
- avgjøre στα ελληνικά - υπολογίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, ...
- avgrunn στα ελληνικά - γκρεμός, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
- avgå στα ελληνικά - συνταξιοδοτείται, συνταξιοδοτούνται, συνταξιοδότησή, αποσυρθείτε, τη συνταξιοδότησή
Τυχαίες λέξεις
Avgjørende στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοριστικός, αποφασιστικός, κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο
Μεταφράσεις: καθοριστικός, αποφασιστικός, κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο