Bøyelig στα ελληνικά
Μετάφραση: bøyelig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλύγιστος, εύκαμπτος, εύπλαστος, εύκαμπτο, εύκαμπτη, εύπλαστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bøtte στα ελληνικά - κουβάς, κάδος, κουβά, κάδο, κάδου
- bøye στα ελληνικά - γέρνω, λυγίζω, καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, κάμπτω, σημαδούρα, ...
- bøyle στα ελληνικά - στεφάνι, κρίκος, στεφάνη, στεφάνης, χουπ
- bøyning στα ελληνικά - διπλώνω, καμπυλώνεται, γέρνω, σκύβω, καμπυλώνω, καμπύλη, στροφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Bøyelig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, εύπλαστος, εύκαμπτο, εύκαμπτη, εύπλαστο
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, εύπλαστος, εύκαμπτο, εύκαμπτη, εύπλαστο