Begrensning στα ελληνικά

Μετάφραση: begrensning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Begrensning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begravelse στα ελληνικά - ταφή, κηδεία, κηδείας, την κηδεία, κηδεία του, κηδειών
  • begrense στα ελληνικά - δεμένος, περιορίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, ...
  • begripe στα ελληνικά - κατανοώ, συλλαμβάνω, καταλαβαίνω, σφίγγω, πιάνω, βυθομετρώ, όργια, ...
  • begynne στα ελληνικά - ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Begrensning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της