Λέξη: ύψωση
Σχετικές λέξεις: ύψωση
ύψωση του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ύψωση του σταυρού, ύψωση τιμίου σταυρού παπάγου, ύψωση σε δύναμη στη c, ύψωση σε δύναμη με επαναλαμβανόμενο τετραγωνισμό, ύψωση σε δύναμη, ύψωση τησ παναγίασ, ύψωση σε αρνητική δύναμη, ύψωση του τιμίου σταυρού, ύψωση πίνακα σε δύναμη
Συνώνυμα: ύψωση
ανελκυστήρας, ασανσέρ, ανύψωση, σήκωμα, βοήθεια, αύξηση, ανατολή, έγερση, πηγή, ύψωμα, αγών, αγώνας, υψόμετρο, μετεώριση, άνωση, τηλεκινησία, αναζωπύρωση, ανέγερση
Μεταφράσεις: ύψωση
ύψωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elevation, rise, heave, levitation, resurgence
ύψωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elevación, subir, levantarse, aumento, ascender, alza
ύψωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
emporheben, erhebung, erhöhung, anheben, vermehrung, ansicht, vergrößerung, gipfel, höhepunkt, steigen, ansteigen, Anstieg, aufsteigen
ύψωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tertre, sommet, hauteur, levage, altitude, comble, haut, élévation, agrandissement, accroissement, éminence, apogée, butte, montée, augmenter, monter, s'élever, lever, hausse
ύψωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salire, aumentare, aumento, crescere, sorgere
ύψωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vértice, extremidade, ápice, pico, cume, cimo, subir, aumentar, elevar, aumento, ascensão
ύψωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toppunt, kroon, neus, vergroting, kruin, tip, piek, hoogtepunt, topje, spits, summum, stijgen, rijzen, opstaan, verrijzen, toenemen
ύψωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возвышенность, вертикаль, увеличение, пригорок, подъем, бок, облагораживание, величие, поднятие, кульминация, повышение, высота, вершина, возвышение, рост, подниматься, повышаться
ύψωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høyde, topp, stige, øke, stiger, øker, heve
ύψωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stiga, öka, stiger, att stiga, ökar
ύψωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huippu, kumpu, nosto, harja, korkeus, nousta, nousevan, nousevat, kasvaa, nousu
ύψωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
toppunkt, højdepunkt, øverst, stige, stiger, rejse, at stige, stigning
ύψωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výška, stoupání, vyvýšenina, pahrbek, zvýšení, návrší, nárys, povýšení, elevace, zvednutí, vzestup, stoupat, zvednout, vzrůst, vstát
ύψωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyniosłość, wysokość, podnoszenie, podniesienie, wzniesienie, wyniesienie, dźwiganie, elewacja, umoralnianie, rosnąć, wzrost, powstanie, podnieść się, wzrastać
ύψωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homlokrajz, emelkedik, emelkedni, emelkedhet, emelkednek, emelkedése
ύψωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doruk, zirve, artış, yükselmeye, artmaya, yükselecek, yükselme
ύψωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облагороджування, величчя, підвищення, пагорок, зростання, ріст, зріст
ύψωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngrihem, rritet, të rritet, rriten, ngrihen
ύψωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покачване, нарастване, повиши, се повиши, нарасне
ύψωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буда, высокi, рост
ύψωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülendamine, tõusma, tõusta, tõusevad, tõuse, tõus
ύψωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagib, povišenje, rasti, ustati, porast, dići, porasti
ύψωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rísa, hækka, aukist, hækki, aukast
ύψωση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sublimitas
ύψωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viršus, viršūnė, pakilti, kilti, didės, padidėti, pakils
ύψωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augša, virsotne, pieaugt, pacelties, celties, pieaugs, palielināsies
ύψωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зголеми, се зголеми, расте, да се зголеми, се зголемува
ύψωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
culme, crește, ridica, crească, creasca, se ridice
ύψωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
narašča, dvig, dvignila, naraščati, dvignejo
ύψωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povýšení, výška, vyvýšenina, zvýšení, vzostup, zvýšenie, nárast, rast, zvýšenia