Besøk στα ελληνικά

Μετάφραση: besøk, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Besøk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • besvimelse στα ελληνικά - λιποθυμώ, αμυδρός, λιποθυμία, λιποθυμίας, ατονία, λιποθυμίες, λιποθυμικά
  • besværlig στα ελληνικά - βαρύς, επαχθής, δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς
  • besøke στα ελληνικά - επισκέπτομαι, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
  • besøkende στα ελληνικά - επισκέπτης, επισκέπτες, επισκεπτών, οι επισκέπτες, τους επισκέπτες, φιλοξενούμενους
Τυχαίες λέξεις
Besøk στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη