Binde στα ελληνικά
Μετάφραση: binde, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοινί, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- billig στα ελληνικά - φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
- bind στα ελληνικά - επίδεσμος, ταινία, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
- bindestrek στα ελληνικά - συντρίβω, ραντίζω, τρέχω, ενωτικό, παύλα, παύλας, ενωτικού, ...
- binding στα ελληνικά - δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Τυχαίες λέξεις
Binde στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοινί, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Μεταφράσεις: σκοινί, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει