Bod στα ελληνικά

Μετάφραση: bod, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξέδρα, θάλαμος, παράπηγμα, πάγκος, αποθήκη, κελάρι, αποθήκης
Bod στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bløthet στα ελληνικά - απαλότητα, απαλότητας, μαλακότητα, μαλακότητας, την απαλότητα
  • bo στα ελληνικά - κατοικώ, ζωντανός, μένω, διαμένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, ...
  • boikotte στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
  • bok στα ελληνικά - βιβλιάριο, φωνή, όγκος, ποσότητα, βιβλίο, καπαρώνω, βιβλίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Bod στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξέδρα, θάλαμος, παράπηγμα, πάγκος, αποθήκη, κελάρι, αποθήκης