Brennpunkt στα ελληνικά

Μετάφραση: brennpunkt, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Brennpunkt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brennemerke στα ελληνικά - μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, Burn Notice
  • brennevin στα ελληνικά - μπράντι, κονιάκ, υγρό, υγρού, ποτό, λικέρ, ποτών
  • brennstoff στα ελληνικά - τροφοδοτώ, καύσιμο, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
  • brensel στα ελληνικά - καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Τυχαίες λέξεις
Brennpunkt στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης