Λέξη: ανήμπορος

Σχετικές λέξεις: ανήμπορος

ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος καζαντζιδης, ανήμπορος λεξικο

Συνώνυμα: ανήμπορος

αβοήθητος, ανίκανος

Μεταφράσεις: ανήμπορος

ανήμπορος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
helpless, unable, helplessly, a helpless, powerless

ανήμπορος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impotente, desvalido, indefenso, desamparado, indefensa

ανήμπορος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ratlos, hilflos, hilflosen, hilflose, hilfloser, hilfloses

ανήμπορος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désarmé, perplexe, paumé, impuissant, impuissants, sans défense, impuissante, impuissance

ανήμπορος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impacciato, impotente, indifeso, perplesso, indifesi, inerme, impotenti

ανήμπορος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desamparado, impotente, indefeso, indefesa, impotentes

ανήμπορος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hulpeloos, machteloos, hulpeloze

ανήμπορος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспомощный, беззащитный, неумелый, нежизнеспособный, беспомощным, беспомощны, беспомощными, беспомощен

ανήμπορος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjelpeløs, hjelpeløse, hjelpeløst, hjelpesløs, seg hjelpeløs

ανήμπορος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjälplös, hjälplösa, hjälplöst, lösa, löst

ανήμπορος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avuton, kehno, avuttomia, avuttomaksi, avuttomana, avuttoman

ανήμπορος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpeløs, hjælpeløse, hjælpeløst

ανήμπορος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezradný, bezmocný, bezmocní, bezmocná, bezmocné, bezmocně

ανήμπορος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezaradny, bezsilny, bezradny, bezbronny, bezradni, bezradna

ανήμπορος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyámoltalan, haszontalan, tehetetlen, tehetetlenül, tehetetlennek

ανήμπορος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çaresiz, aciz, yardıma muhtaç, çaresiz bir, savunmasız

ανήμπορος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безпомічний, недотепний, невмілий, беззахисний, безпорадний, безпорадна, безпорадне, безпомічна

ανήμπορος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paaftë, i pazoti, pafuqishëm, të pafuqishëm, i pafuqishëm

ανήμπορος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безпомощен, безпомощни, безпомощно, безпомощна, безпомощност

ανήμπορος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бездапаможны, бездапаможнае, бездапаможнасці

ανήμπορος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
abitu, abitus, abitud, abitust, abitusse

ανήμπορος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bespomoćan, bespomoćno, bespomoćni, bespomoćna, nemoćni

ανήμπορος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðstoðarlaus, hjálparvana, hjálparlaus, ófærir, bjargarlaus, umkomulausir

ανήμπορος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bejėgis, bejėgiai, bejėgė, bejėgės

ανήμπορος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezpalīdzīgs, nevarīgs, bezpalīdzīgi, bezpalīdzīga

ανήμπορος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
беспомошни, беспомошен, беспомошно, беспомошна, немоќно

ανήμπορος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neajutorat, neputincios, neajutorați, neajutorată, de neajutorat

ανήμπορος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nemočni, nemočna, nemočne, nemočnega, nemočno

ανήμπορος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezradný, bezmocný, bezmocní, bezvládny
Τυχαίες λέξεις