Dam στα ελληνικά

Μετάφραση: dam, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φράγμα, λιμνούλα, φραγμός, πισίνα, ντάμα, πούλια, τα πούλια, ελεγκτές, πιόνια
Dam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dagligstue στα ελληνικά - σαλόνι, αίθουσα, σάλα, Parlor, ινστιτούτο
  • dal στα ελληνικά - κοιλάδα, Dal, Νταλ
  • dame στα ελληνικά - κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
  • dameveske στα ελληνικά - πορτοφόλι, τσάντα, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
Τυχαίες λέξεις
Dam στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φράγμα, λιμνούλα, φραγμός, πισίνα, ντάμα, πούλια, τα πούλια, ελεγκτές, πιόνια