Dyktig στα ελληνικά
Μετάφραση: dyktig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, επιτήδειος, έντεχνος, έξυπνος, προχωρημένος, επιδέξιος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dykke στα ελληνικά - καταγώγιο, βουτώ, καταδύομαι, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, ...
- dykker στα ελληνικά - δύτης, Δόλιος, δύτη, Diver, δυτών
- dyktighet στα ελληνικά - κύρος, ικανότητα, διεύθυνση, τέχνη, φιλοτεχνία, επιδεξιότητα, δύναμη, ...
- dynamikk στα ελληνικά - δυναμική, δυναμικής, τη δυναμική, δυναμικές, δυναμική της
Τυχαίες λέξεις
Dyktig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, επιτήδειος, έντεχνος, έξυπνος, προχωρημένος, επιδέξιος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Μεταφράσεις: ικανός, επιτήδειος, έντεχνος, έξυπνος, προχωρημένος, επιδέξιος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο