Elev στα ελληνικά

Μετάφραση: elev, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φοιτήτρια, φοιτητής, μαθήτρια, μαθητής, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο
Elev στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elendig στα ελληνικά - σαπισμένος, σαπρός, πενιχρός, χάλια, άθλιος, κακόμοιρος, σαθρός, ...
  • elendighet στα ελληνικά - δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
  • elevator στα ελληνικά - σηκώνω, ασανσέρ, υψώνω, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
  • elg στα ελληνικά - άλκη, άλκες, μους, αλκών, moose
Τυχαίες λέξεις
Elev στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φοιτήτρια, φοιτητής, μαθήτρια, μαθητής, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο